ἀμφιετίζομαι
From LSJ
English (LSJ)
Pass., return yearly, of festivals, Hsch., EM90.27:—also ἀμφιετηρίζομαι, Cratin.2D.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἀμφιετάζομαι EM 1185
volver anualmente de las estaciones, Archil.91 (= Cratin.8A), de festividades, Hsch., EM l.c.
•en gener., Eust.1385.1.
German (Pape)
[Seite 139] auch ἀμφιετέομαι, jährlich wiederkehren, bes. von Festen, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιετίζομαι: Παθ., ἐπὶ ἑορτῶν, πανηγυρίζομαι ἐτησίως, «ἀμφιετιζομένας, τὰς κατ’ ἐνιαυτὸν περιερχομένας.» Ἡσυχ., Ἐτυμολ. Μ.
Greek Monolingual
ἀμφιετίζομαι και -ετηρίζομαι (Α)
ξανάρχομαι κάθε χρόνο, πανηγυρίζομαι κατ’ έτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ἀμφιετίζομαι < ἀμφιετής
ἀμφιετηρίζομαι < ἀμφιέτηρος.