ὑποτροπιάζω

From LSJ
Revision as of 11:16, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decetErtragen muss der Edle Unglück unbeugsam

Menander, Monostichoi, 480
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποτροπιάζω Medium diacritics: ὑποτροπιάζω Low diacritics: υποτροπιάζω Capitals: ΥΠΟΤΡΟΠΙΑΖΩ
Transliteration A: hypotropiázō Transliteration B: hypotropiazō Transliteration C: ypotropiazo Beta Code: u(potropia/zw

English (LSJ)

return again, recur, especially of an illness, Hp.Aph.4.61, Int.2, al.; ἐπὶ τὴν ἀρχαίαν ὑ. νόσον Ph.1.459.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποτροπιάζω: ὑποστρέφω, ἐπανέρχομαι, μάλιστα ἐπὶ νόσου, Λατ. recidiva fieri, Ἱππ. Ἀφορ. 1251, πρβλ. 533, 9, κλπ.

Greek Monolingual

ὑποτροπιάζω ΝΑ ὑποτροπή
(για νόσο) επανέρχομαι, εμφανίζομαι καθ' υποτροπήν, επανεμφανίζομαι (α. «πρέπει να ακολουθεί αυστηρά τη φαρμακευτική αγωγή, γιατί το έλκος του μπορεί να υποτροπιάσει» β. «ὑποτροπιάζειν
ὅταν πεπαυμένης τῆς νόσου πάλιν ἐπινοσῇ τις», Φρύν.).

German (Pape)

zurückkehren, bes. von Rückfällen einer Krankheit, Hippocr. und sp. Medic.