ἐσχατίζω
From LSJ
English (LSJ)
to be last, to come too late, LXX 1 Ma.5.53: c. inf., ἐ. παραγενέσθαι ib.Jd.5.28 cod.A.
German (Pape)
[Seite 1046] der Letzte sein, zu spät kommen, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ἐσχᾰτίζω: εἶμαι ἔσχατος, φθάνω λίαν ἀργά, ὑστερῶ, Ἑβδ. (Ἰουδ. Εʹ, 28)· = χρονίζω, Αʹ Μακκ. Εʹ, 53.
Greek Monolingual
ἐσχατίζω (ΑΜ) έσχατος
έρχομαι τελευταίος, φθάνω πολύ αργά, υστερώ.