δικτυοειδής
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
English (LSJ)
δικτυοειδές, net-like, δικτυοειδὲς πλέγμα = rete mirabile Galeni, Herophil. ap. Gal.5.155, Gal.UP9.4.
Spanish (DGE)
-ές
I 1medic. reticular, retiforme δικτυοειδὲς πλέγμα = rete mirabile, plexo retiforme o reticular red de vasos sanguíneos debajo del trígono cerebral τὸ δ. πλέγμα πρὸς τῶν ἀμφὶ τὸν Ἡρόφιλον κληθέν Herophil.121, τὸ δικτυοειδὲς πλέγμα τὸ κατὰ τὴν τοῦ ἐγκεφάλου βάσιν Gal.5.356, cf. 2.819, 3.696, 8.203, Pall.Febr.9.
2 gener. reticulado, en forma de red κόσμος Thdt.Qu.in 3Re.18 (p.141), φωταγωγοὶ δικτυοειδεῖς κατεσκευασμέναι ventanas con celosía Procop.Gaz.M.87.1180C.
II adv. δικτυοειδῶς = en forma de red διάπλοκοι σειραὶ δι' ἀλλήλων ἐναλλὰξ ... δ. πεπλεγμέναι Gr.Nyss.V.Mos.25.5
•en forma de enrejado, formando celosía φωταγωγοὶ δ. κατεσκευασμέναι Thdt.Qu.in 4Re.2 (p.194).
German (Pape)
[Seite 630] ές, netzartig; πλέγμα Galen.
Greek (Liddell-Scott)
δικτυοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς δίκτυον, δ. πλέγμα Γαλην. 4. 458, 509., 7. 447. ― Ἐπίρρ. -ῶς Γρηγ. Νύσσ. 1. 182Α.
Greek Monolingual
-ές (AM δικτυοειδής, -ές)
όμοιος με δίχτυ, δικτυωτός.