φόως

From LSJ
Revision as of 11:18, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φόως Medium diacritics: φόως Low diacritics: φόως Capitals: ΦΟΩΣ
Transliteration A: phóōs Transliteration B: phoōs Transliteration C: foos Beta Code: fo/ws

English (LSJ)

τό, Ep. = φῶς (q.v.): hence φόωσδε, to the light, to the light of day, Il.2.309, 19.103, etc.

German (Pape)

[Seite 1301] τό, ep. Dehnung des aus φάος zsgz. φῶς, Licht, Tageslicht, Hom.

French (Bailly abrégé)

(τό) :
poét. c. φάος.

Russian (Dvoretsky)

φόως: τό Hom. (только nom. и acc. sing.) = φάος.

Greek (Liddell-Scott)

φόως: τό, κατ’ Ἐπικ. ἐπέκτ. ἐκ τοῦ φῶς, ὅπερ καὶ αὐτὸ γίνεται κατὰ συναίρεσιν ἐκ τοῦ φάος, φῶς, συχν. παρ’ Ὁμήρῳ, ἀλλὰ μόνον κατ’ ὀνομαστ. καὶ αἰτιατ. τοῦ ἑνικ, ὅθεν ἄκλιτον. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «φόως· φῶς. χαρά· σωτηρία», καὶ: «φόως ἐρέουσα (Ἰλ. Β. 49)· τὴν ἀνατολὴν τοῦ ἡλίου σημαίνουσα. (διορ. σημανοῦσα).

English (Autenrieth)

see φάος.

Greek Monolingual

τὸ, Α
βλ. φως.

Greek Monotonic

φόως: τό, Επικ. εκτεταμ. από το φῶς, που είναι το ίδιο συνηρ. από φάος· φως, σε Όμηρ., μόνο σε ονομ. και αιτ. ενικ.· πρβλ. φόωσδε, στο φως, στο φως της ημέρας, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

[epic lengthd. from φῶς, which is itself contr. from φάος
light, Hom., only in nom. and acc. sg.;