πάμμουσος
From LSJ
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
English (LSJ)
πάμμουσον, all-musical, ἁρμονία, χορεία, Ph.1.625, 526; ἀνήρ Calder Philadelphia and Montanism 35.
German (Pape)
[Seite 454] ganz musisch, wohlklingend, Orac. Sib., Philo u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πάμμουσος: -ον, πάνυ εὔμουσος, ἁρμονία, χορεία Φίλων 1. 625, κλ.
Greek Monolingual
πάμμουσος, -ον (Α) πάρα πολύ εύμουσος, μουσικότατος («πάμμουσος ἁρμονία», Φίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -μουσος (< μοῦσα)].