ἐμπορευτικός

From LSJ
Revision as of 11:18, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τί νυ τόξον ἔχεις ἀνεμώλιον αὔτως → why bear your bow in vain, why bear thy bow in vain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπορευτικός Medium diacritics: ἐμπορευτικός Low diacritics: εμπορευτικός Capitals: ΕΜΠΟΡΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: emporeutikós Transliteration B: emporeutikos Transliteration C: emporeftikos Beta Code: e)mporeutiko/s

English (LSJ)

ἐμπορευτική, ἐμπορευτικόν, commercial, mercantile, Pl.Plt. 290a, Max.Tyr.36.2.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 mercante σκάφη πολεμιστήρια καὶ ... ἐμπορευτικά Max.Tyr.36.2
subst. τὰ ἐμπορευτικά = los asuntos mercantiles Pl.Plt.290a.
2 adv. ἐμπορευτικῶς = a la manera de los comerciantes ἀμείβειν Eust.764.43.

German (Pape)

[Seite 816] ή, όν, zum Handel gehörig, kaufmännisch, Plat. Polit. 290 a.

Russian (Dvoretsky)

ἐμπορευτικός: торговый, купеческий Plat.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπορευτικός: -ή, -όν, ἐμπορικός, Πλάτ. Πολιτικ. 290Α.

Greek Monolingual

ἐμπορευτικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που ανήκει στο εμπόριο, ο εμπορικός («τάχ' ἄν ἴσως τίς γε τῶν ἐμπορευτικῶν», Πλάτ.).