γευστός

From LSJ
Revision as of 11:19, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γευστός Medium diacritics: γευστός Low diacritics: γευστός Capitals: ΓΕΥΣΤΟΣ
Transliteration A: geustós Transliteration B: geustos Transliteration C: gefstos Beta Code: geusto/s

English (LSJ)

γευστή, γευστόν, that may be tasted, τὸ γ. Arist.Rh.1370a23, de An.422a8, Plu.2.38a, Porph.Abst.1.33.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 que puede ser percibido por el gusto οὐδὲν οὔτε γ. οὔθ' ἁπτόν Plu.2.38a, cf. Arist.Rh.1370a23, Ph.1.386, Plot.4.4.26, Porph.Abst.1.33, fig. de Dios εἰ γ. ἐστιν ὁ Κύριος Origenes M.12.1308C
subst. τὸ γευστόν = el sabor τὸ δὲ γευστὸν ἐστιν ἁπτόν τι Arist.de An.422a8.
2 gustativo ποιότης Gal.1.130.

German (Pape)

[Seite 487] was gekostet werden kann, Arist. anim. 3, 10.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
dont on peut goûter.
Étymologie: adj. verb. de γεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γευστός -ή -όν [γεύομαι] wat geproefd kan worden.

Russian (Dvoretsky)

γευστός: имеющий вкус или ощущаемый на вкус (γ. καὶ ἄγευστος Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

γευστός: -ή, -όν, οὗ δύναταί τις νὰ γευθῇ, τὸ γ. Ἀριστ. Ρητ. 1. 11, 5, π. Ψυχ. 2. 10, 3, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

γευστός, -ή, -όν (Α)
εκείνος τον οποίο μπορεί κανείς να γευθεί, να δοκιμάσει ή να φάει.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. γευστός είναι μτγν. και προήλθε από το σύνθετο άγευστος].