ἐριαχθής
From LSJ
English (LSJ)
ἐριαχθές, (ἔριον, ἄχθος) laden with wool, woolly, or (ἐρι-, ἄχθος) heavy-laden, ποίμνη Max.520.
German (Pape)
[Seite 1027] ές, sehr belastet, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐριαχθής: -ές, (ἔριον, ἄχθος) φέρων ἄχθος ἐρίου, μαλλοῦ, βαθύμαλλος, ἢ (ἐρι-, ἄχθος) λίαν βεβαρημένος, ποίμνη Μάξιμ. π. Καταρχ. 520.
Greek Monolingual
ἐριαχθής, -ές (Α)
αυτός που έχει βαρύ έριον, ο βαθύμαλλος ή ο πολύ βεβαρημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) ή έριον + -αχθής (< άχθος)].