λαβράζω
From LSJ
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
English (LSJ)
= λαβρεύομαι, Nic.Al.160, Tz.H.1.743, Hsch.; also, = λαβρόομαι, Lyc.260.
German (Pape)
[Seite 2] dasselbe, Nic. Al. 160; aber Lycophr. 260 ist λαβράζων = λάβρος, ταχύς, heftig darauf losstürzend. Vgl. noch λαβρεύομαι.
Greek (Liddell-Scott)
λαβράζω: λαβρεύομαι, Νικ. Ἀλεξιφ. 160, Τζέτζ.· - ὡσαύτως = λαβρόομαι, Λυκόφρ. 260.
Greek Monolingual
λαβράζω (AM) λάβρος
λαβρεύομαι
αρχ.
λαβρούμαι.