λαβρεύομαι

From LSJ

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαβρεύομαι Medium diacritics: λαβρεύομαι Low diacritics: λαβρεύομαι Capitals: ΛΑΒΡΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: labreúomai Transliteration B: labreuomai Transliteration C: lavreyomai Beta Code: labreu/omai

English (LSJ)

(λάβρος)
A talk rashly, brag, τί πάρος λαβρεύεαι; Il.23.474; μύθοις λαβρεύεαι ib.478.
2 λαβρεύονται· ῥέουσι μεγάλα βουλεύονται, θορυβοῦσι σφόδρα, Hsch.

German (Pape)

[Seite 2] ein λάβρος sein, dreist, frech schwatzen, Il. 23, 474, μύθοις λαβρεύεσθαι, ib. 478. Bei Hesych. auch das act. λαβρεῦσαι = λάβρως καὶ ἀθρόως λαλεῖν.

French (Bailly abrégé)

bavarder d'une manière fatigante.
Étymologie: λάβρος.

Russian (Dvoretsky)

λαβρεύομαι: болтать зря: λ. μύθοις Hom. пустословить.

Greek (Liddell-Scott)

λαβρεύομαι: ἀποθ., (λάβρος) κομπορρημονῶ, ἀλαζονεύομαι, τί πάρος λαβρεύεαι; Ἰλ. Ψ. 474· μύθοις λαβρεύεσθαι αὐτόθι 478· ἐνεργ. παρ’ Ἡσυχ. - Πρβλ. λαβράζω, λαβροστομέω, λαβραγορέω.

English (Autenrieth)

talk rashly, Il. 23.474 and 478.

Greek Monolingual

λαβρεύομαι (Α) λάβρος
κομπορρημονώ με αυθάδεια, φλυαρώ με θρασύτητα, με ιταμότητα («ἀεὶ μύθοις λαβρεύεται», Ομ. Ιλ.).

Greek Monotonic

λαβρεύομαι: αποθ. (λάβρος), έχω χειμαρρώδη λόγο, φλυαρώ, κομπορρημονώ, αλαζονεύομαι, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

λαβρεύομαι, λάβρος
Dep. to talk rashly, brag, Il.