στανύω
From LSJ
διὸ πᾶσαι αἱ τέχναι καὶ αἱ ποιητικαὶ ἐπιστῆμαι δυνάμεις εἰσίν → hence all arts, i.e. the productive sciences, are potencies
English (LSJ)
Cret. for ἵστημι:—Med., πόλιν στανυέσθων let them appoint an umpire city, GDI5040.66.
German (Pape)
[Seite 929] kretisch statt ἵστημι, Inscr.
Greek (Liddell-Scott)
στανύω: Κρητ. ἀντὶ ἵστημι. - Μέσ., στανύεσθαι πόλιν Ἐπιγραφ. Κρητ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 2556, ἴδε Böckh σ. 416.
Greek Monolingual
Α (το μέσ.) στανύομαι
ορίζω ως διαιτητή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του ἵστημι που μαρτυρείται σε κρητική επιγραφή και είτε αποτελεί αρχαίο τ. (πρβλ. αβεστ. fra-stan-v-anti «προΐστανται») είτε αναλογικό σχηματισμό από ενεστ. σε -ύω (πρβλ. ανύω)].