στανύω

From LSJ
Revision as of 11:21, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

διὸ πᾶσαι αἱ τέχναι καὶ αἱ ποιητικαὶ ἐπιστῆμαι δυνάμεις εἰσίν → hence all arts, i.e. the productive sciences, are potencies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στανύω Medium diacritics: στανύω Low diacritics: στανύω Capitals: ΣΤΑΝΥΩ
Transliteration A: stanýō Transliteration B: stanyō Transliteration C: stanyo Beta Code: stanu/w

English (LSJ)

Cret. for ἵστημι:—Med., πόλιν στανυέσθων let them appoint an umpire city, GDI5040.66.

German (Pape)

[Seite 929] kretisch statt ἵστημι, Inscr.

Greek (Liddell-Scott)

στανύω: Κρητ. ἀντὶ ἵστημι. - Μέσ., στανύεσθαι πόλιν Ἐπιγραφ. Κρητ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 2556, ἴδε Böckh σ. 416.

Greek Monolingual

Α (το μέσ.) στανύομαι
ορίζω ως διαιτητή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του ἵστημι που μαρτυρείται σε κρητική επιγραφή και είτε αποτελεί αρχαίο τ. (πρβλ. αβεστ. fra-stan-v-anti «προΐστανται») είτε αναλογικό σχηματισμό από ενεστ. σε -ύω (πρβλ. ανύω)].