διακαθέζομαι

Revision as of 11:21, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

Med., take up position, of an army, ἐπὶ τῶν ὀρῶν J.BJ1.15.6; take each his own seat, Plu.2.412f.

Spanish (DGE)

1 asentarse, tomar posiciones un ejército ἐπὶ τῶν ὀρῶν I.BI 1.300.
2 ocupar cada cual su propio asiento, sentarse en su puesto ὡς οὖν ἀνεμίχθημεν διακαθεζόμενοι Plu.2.412f.

German (Pape)

[Seite 580] (s. ἕζομαι), sich auseinander, jeder auf seinen Platz setzen, dasitzen; ὡς ἀνεμίχθημεν διακαθεζόμενοι Plut. def. orac. 7.

French (Bailly abrégé)

part. prés.
s'asseoir çà et là.
Étymologie: διά, καθέζω.

Russian (Dvoretsky)

διακαθέζομαι: рассаживаться, усаживаться Plut.

Greek (Liddell-Scott)

διακαθέζομαι: μέσ., ἕκαστος λαμβάνει τὴν ἰδίαν αὐτοῦ θέσιν ἢ κάθισμα, Πλούτ. 2. 412F· οὕτω, διακάθημαι ὁ αὐτ. Κικ. 47· ἐπὶ στρατοῦ, κατέχω θέσιν τινά, Ἰώσηπ. Ι. Ἀρχ. 14. 16, 1.

Greek Monolingual

διακαθέζομαι (Α)
1. (για στρατό) καταλαμβάνω τη θέση μου πριν από τη μάχη
2. (για πρόσ.) κάθομαι στη θέση που έχει οριστεί για μένα.

Greek Monotonic

διακαθέζομαι: και -κάθημαι, Μέσ., όταν ο καθένας κάθεται στη δική του θέση, στο δικό του κάθισμα, κάθομαι χωριστά από τους άλλους, σε Πλούτ.

Middle Liddell

and -κάθημαι
Mid. to sit each in his own seat, Plut.