ἀσκέπαστος
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
ἀσκέπαστον, uncovered, Dsc.5.114, Antyll. ap. Orib.6.23.10, Gp. 7.19.3, PLond.5.1722 (vi A. D.).
Spanish (DGE)
-ον
descubierto, sin protección de una planta medicinal, Dsc.5.114, τὸ φορεῖον Antyll. en Orib.6.23.10, μηδὲν Gal.18(1).540
•destapado πίθοι Gp.7.19.3
•que tiene lugar al aire libre συμπόσια PLond.1722.22 (VI d.C.).
German (Pape)
[Seite 371] unbedeckt, Sp., z. B. Geop.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσκέπαστος: ον ὁ μὴ ἐσκεπασμένος, Διοσκ. 5. 132· - ὡσαύτως ἀσκεπής, ές, Ἀνθ. ΙΙ. 5. 260: - καὶ ἄσκεπος, ον, Ψευδ-Λουκ. Φιλόπατρ. 21.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἀσκέπαστος, -ον)
αυτός που δεν έχει σκεπή ή σκέπασμα, ο ακάλυπτος
νεοελλ.
1. εκείνος που έχει ακάλυπτο το κεφάλι του
2. ο απροστάτευτος
3. εκείνος που λέγεται χωρίς προσπάθεια συγκάλυψης, απροκάλυπτα («τ' ασκέπαστα λόγια του Αριστοφάνη»).