ἀνατυλίσσω
English (LSJ)
Att. ἀνατυλίττω, unroll, βιβλία Luc.Ind.16: metaph., ἀ. τοὺς λόγους πρὸς ἑαυτόν Id.Nigr.7.
Spanish (DGE)
1 desenrollar βιβλία Luc.Ind.16.
2 fig. repasar mentalmente λόγους Luc.Nigr.7, τὰ ἀπ' ἀρχῆς γενόμενα 1Ep.Clem.31.1.
French (Bailly abrégé)
dérouler.
Étymologie: ἀνά, τυλίσσω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνατῠλίσσω: атт. ἀνατῠλίττω
1 разворачивать, развертывать (βιβλία Luc.);
2 снова обдумывать (λόγους πρὸς ἑαυτόν Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνατῠλίσσω: Ἀττ. -ττω, = ἀνελίττω, ἐκτυλίσσω, ἀνοίγω, βιβλία Λουκ. Πρὸς ἀπαίδ. 16: ― μεταφ., ἀνατυλίττω τοὺς λόγους, οὓς ἤκουσα, πρὸς ἐμαυτόν, ἀνακυκλῶ, Λουκ. Νιγρ. 7· ἀνατυλίξομεν τὰ ἀπ’ ἀρχῆς γενόμενα Κλήμ. Ρωμ. 31.
Greek Monolingual
ἀνατυλίσσω (Α)
1. ανοίγω βιβλία διπλωμένα σε σχήμα ειληταρίου, ξεδιπλώνω, ξετυλίγω
2. ξετυλίγω στη μνήμη μου, αναπολώ.
Greek Monotonic
ἀνατῠλίσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, εκτυλίσσω, ξεδιπλώνω, ανοίγω, βιβλία, σε Λουκ.
Middle Liddell
to unroll, βιβλία Luc.