φιλόθυτος

From LSJ
Revision as of 11:23, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist

Menander, Monostichoi, 373
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλόθῠτος Medium diacritics: φιλόθυτος Low diacritics: φιλόθυτος Capitals: ΦΙΛΟΘΥΤΟΣ
Transliteration A: philóthytos Transliteration B: philothytos Transliteration C: filothytos Beta Code: filo/qutos

English (LSJ)

φιλόθυτον
A, ὄργια φ. offered by zealous worshippers, A.Th.179 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1280] Opfer liebend, gern, gewöhnlich opfernd, ὄργια Aesch. Spt. 162.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime à offrir des sacrifices.
Étymologie: φίλος, θύω.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. (για πρόσ.) αυτός που του αρέσει να θυσιάζει συχνά
2.
(για τελετές, εορτές) α) αυτός κατά τον οποίο γίνονται θυσίες
β) αυτός που τελείται από άτομα που τους αρέσουν οι θυσίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -θυτος (< θύω [Ι]), πρβλ. βούθυτος].

Russian (Dvoretsky)

φιλόθῠτος: соединенный с жертвоприношениями (ὄργια Aesch.).