κλέπιμος
From LSJ
Τὴν ἀρχὴν ὅ, τι καὶ λαλω̃ ὑμι̃ν (John 8:25) → Just what I have been saying to you from the very beginning
English (LSJ)
= κλόπιμος, contraband, ἔλαιον PHib.1.59.7 (iii B.C.), prob. in PRev.Laws55.20 (iii B.C.).
Greek Monolingual
κλέπιμος, -ον (Α)
πάπ. αυτός που προέρχεται από λαθρεμπόριο, που διέφυγε τη φορολογία («κλέπιμον ἔλαιον», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλόπιμος, κατ' επίδραση του κλέπτω.