βωλάριον
From LSJ
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
English (LSJ)
τό, Dim. of βῶλος, Str.16.4.18; λιβανωτοῦ M.Ant.4.15; Ἄθως β. τοῦ κόσμου Id.6.36; ἁλός Aët.2.3.
Spanish (DGE)
-ου, τό
terroncito λίθων σχιζομένων εὑρίσκειν βωλάρια θηλαῖς ὅμοια Str.3.2.8, βωλάρια χρυσοῦ pepitas de oro Str.16.4.18, cf. Rab.GnR.28.7, λιβανωτοῦ βωλάρια granos de incienso M.Ant.4.15, fig. Ἄθως β. τοῦ κόσμου Atos, un terroncito de la Tierra M.Ant.6.36, β. ἁλός un pequeño terrón de sal Aët.2.3.
German (Pape)
[Seite 468] τό, dim. von βῶλος, Strab. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
βωλάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ βῶλος, Στράβ. 777.