ἀναξιβρέντας
From LSJ
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
English (LSJ)
α, ὁ, lord of the thunder, epithet of Zeus, Id.16.66; cf. ἀργιβρέντας, βρένται.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ señor del trueno epít. de Zeus, B.17.66.
Greek Monolingual
ἀναξιβρέντας, ο (Α)
(επίθ. του Διός) κυρίαρχος, κύριος τών κεραυνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄναξ + -βρεντας < βρέμω «κάνω πάταγο, κρότο» (πρβλ. ἀργιβρέντας)].