χρονιστός
From LSJ
English (LSJ)
χρονιστή, χρονιστόν, tarrying, tardy, δίκης τέλος Orac. ap. Ael.VH3.43.
German (Pape)
[Seite 1378] adj. verb. von χρονίζω, 1) lange bleibend, verweilend, zögernd. – 2) verzögert, verspätet, Or. bei Ael. V. H. 3, 43.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui doit être différé.
Étymologie: χρονίζω.
Greek (Liddell-Scott)
χρονιστός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., ὁ χρονίζων, βραδύνων ἐπὶ πολὺ, βραδύς, βραδυκίνητος, Χρησμ. ἐν Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 43.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α χρονίζω
αυτός που καθυστερεί πολύ και, κατ' επέκτ., αυτός που γίνεται αργά.