τειχομάχης
From LSJ
Ἐκ τῶν γυναικῶν ὄλλυται κόσμος μέγας → Magna ornamenta pereunt propter mulieres → Zum Opfer fällt den Frauen eine Menge Schmuck
English (LSJ)
τειχομάχου, Dor. τειχομάχας, ὁ, storming walls, besieger, τ. ἀνήρ Ar.Ach.570 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1081] ὁ, = τειχομάχος, Ar. Ach. 570 τειχομάχας ἀνήρ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui combat sur les remparts ou autour des remparts.
Étymologie: τεῖχος, μάχομαι.
Russian (Dvoretsky)
τειχομάχης: ου adj. m (ᾰ) штурмующий стены, атакующий укрепления (ἀνήρ Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
τειχομάχης: [ᾰ], -ου, ὁ, ὁ προσβάλλων τὰ τείχη, πολιορκητής, μηχανικός, Ἀριστοφ. Ἀχ. 570, ἐν τῷ Δωρ. τύπῳ -ας.
Greek Monolingual
και δωρ. τ. -ας, ὁ, Α τειχομαχῶ
τειχομάχος.
Greek Monotonic
τειχομάχης: [ᾰ], -ου, ὁ (μάχομαι), αυτός που προσβάλλει τα τείχη, πολιορκητής, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
τειχο-μᾰ́χης, ου, ὁ, μάχομαι
storming walls, an engineer, Ar.