μολυβδόχροος
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
English (LSJ)
μολυβδόχροον, contr. μολυβδόχρους, ουν, lead-coloured, Dsc.5.85, Alex.Trall.Febr.2.
German (Pape)
[Seite 200] bleifarbig, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
μολυβδόχροος: -ον, συνῃρ. -χρους, ὁ ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ μολύβδου, Διοσκ. 5. 100.