μεταναφέρω
From LSJ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
English (LSJ)
in Pass., to be diverted from their proper use, of monies, OGI483.52 (Pergam., ii A. D.).
Greek Monolingual
μεταναφέρω (Α)
παθ. μεταναφέρομαι
μεταχειρίζομαι κάτι για άλλη χρήση από αυτήν για την οποία είναι προορισμένο.