μεταναφέρω

From LSJ

ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταναφέρω Medium diacritics: μεταναφέρω Low diacritics: μεταναφέρω Capitals: ΜΕΤΑΝΑΦΕΡΩ
Transliteration A: metanaphérō Transliteration B: metanapherō Transliteration C: metanafero Beta Code: metanafe/rw

English (LSJ)

in Pass., to be diverted from their proper use, of monies, OGI483.52 (Pergam., ii A. D.).

Greek Monolingual

μεταναφέρω (Α)
παθ. μεταναφέρομαι
μεταχειρίζομαι κάτι για άλλη χρήση από αυτήν για την οποία είναι προορισμένο.