πλόμος
From LSJ
ἀλλ᾽ οὐδὲ εἷς τέκτων ὀχυρὰν οὕτως ἐποίησεν θύραν, δι᾽ἧς γαλῆ καὶ μοιχὸς οὐκ εἰσέρχεται → but no carpenter ever made a door so secure that a weasel or a womanizer could not pass through it
English (LSJ)
ὁ, = φλόμος, Arist.HA602b31:—hence πλομίζω, poison with mullein, ἰχθῦς ib.603a1.
German (Pape)
[Seite 637] ὁ, u. πλομίζω, s. φλόμος, φλομίζω.
Russian (Dvoretsky)
πλόμος: ὁ бот. коровяк (Verbascum thapsus L - семенами которого пользовалась для одурманивания рыбы) Arst.
Greek (Liddell-Scott)
πλόμος: ὁ = φλόμος, verb scum, τοὺς ἰχθῦς ἀποθνήσκειν τῷ πλόμῳ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 20, 3· ― πλομίζω, δηλητηριάζω διὰ τοῦ φλόμου, τοὺς ἐν τοῖς ποταμοῖς καὶ λίμναις θηρεύειν πλομίζοντας αὐτόθι.