Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

στερροσώματος

From LSJ
Revision as of 11:29, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στερροσώμᾰτος Medium diacritics: στερροσώματος Low diacritics: στερροσώματος Capitals: ΣΤΕΡΡΟΣΩΜΑΤΟΣ
Transliteration A: sterrosṓmatos Transliteration B: sterrosōmatos Transliteration C: sterrosomatos Beta Code: sterrosw/matos

English (LSJ)

στερροσώματον, with strong body or frame, Xenarch.1.10 (Lob. for στερνοσώματος).

Greek (Liddell-Scott)

στερροσώματος: -ον, ὁ ἔχων στερεὸν σῶμα, Ξέναρχ. ἐν «Βουτ.» 1, κατὰ τὸν Λοβέκ. ἀντὶ στερνοσώματος, ἴδε Meineke ἐν τόπῳ.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει στερεό, ισχυρό σώμα ή στερεά κατασκευή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερρός, άλλος τ. του στερεός + -σώματος (< σῶμα, -ατος), πρβλ. μεγαλοσώματος].

German (Pape)

von hartem, festem Leibe, Conj. für στερνοσώματος.