διεμφύομαι
From LSJ
ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενος → either love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight
English (LSJ)
breed in, τερηδόνων, ἃ διεμφύεται τοῖς δένδρεσι Procl.ad Hes.Op.412.
Spanish (DGE)
criarse, producirse τερηδόνων, ἃ διεμφύεται τοῖς δένδρεσι σηπομένης τῆς ἐν αὐτοῖς ὑγρότητος Plu.Fr.61.
German (Pape)
[Seite 619] darin entstehen, Procl. ad Hes. O. 412. διενειλέω, ganz ein-, verwickeln, Luc. Philopatr. 1. διενείργω, ganz einschließen, Galen.