τυμπανικός
Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height
English (LSJ)
τυμπανική, τυμπανικόν, suffering from tympanites (τυμπανίας ὕδρωψ), Alex.Trall. 10.
Greek (Liddell-Scott)
τυμπᾰνικός: -ή, -όν, ὁ πάσχων ἐκ τυμπανίου ὕδρωπος, Ἀλέξ. Τραλλ. 9. 522.
Greek Monolingual
-ή, -ό / τυμπανικός, -ή, -όν, ΝΜΑ τύμπανον
νεοελλ.
1. ιατρ. αυτός που ηχεί σαν τύμπανο, που παράγει ήχο όμοιο με τον ήχο που παράγει το τύμπανο («τυμπανικός ήχος» — ήχος μεταλλικής απήχησης αποδιδόμενος κατά την επίκρουση διαφόρων τμημάτων του σώματος τα οποία περικλείουν όργανα που περιέχουν αέρα, όπως λ.χ. είναι τα έντερα)
2. ανατ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο τύμπανο του αφτιού (α. «τυμπανικός υμένας» β. «τυμπανικό νεύρο» γ. «τυμπανικό οστό»)
νεοελλ.-μσν.
μουσ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο τύμπανο
αρχ.
(για πρόσ.) ο υδρωπικός.