ἐμπληστέος

From LSJ
Revision as of 11:32, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπληστέος Medium diacritics: ἐμπληστέος Low diacritics: εμπληστέος Capitals: ΕΜΠΛΗΣΤΕΟΣ
Transliteration A: emplēstéos Transliteration B: emplēsteos Transliteration C: emplisteos Beta Code: e)mplhste/os

English (LSJ)

α, ον, (ἐμπίμπλημι) to be filled with, ὄγκου Pl.R. 373b.

Spanish (DGE)

-α, -ον
que debe ser llenado de c. gen. (πόλις) ὄγκου ἐμπληστέα καὶ πλήθους Pl.R.373b.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. de ἐμπίπλημι.

Russian (Dvoretsky)

ἐμπληστέος: adj. verb. к ἐμπίπλημι.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπληστέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἐμπίπλημι, πρέπει νὰ ἐμπλησθῇ, νὰ γεμισθῇ τι μέ τι, ἀλλ’ ἤδη ὄγκου ἐμπληστέα (ἡ πόλις) καὶ πλήθους Πλάτ. Πολ. 373Β.

Greek Monotonic

ἐμπληστέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του ἐμπίπλημι, αυτό που πρέπει να γεμιστεί με κάτι, τινός, σε Πλάτ.

Middle Liddell

ἐμπληστέος, η, ον adj verb. adj. of ἐμπίπλημι,]
to be filled with, τινός Plat.