ὀρτυγοκοπικός

From LSJ
Revision as of 11:33, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρτῠγοκοπικός Medium diacritics: ὀρτυγοκοπικός Low diacritics: ορτυγοκοπικός Capitals: ΟΡΤΥΓΟΚΟΠΙΚΟΣ
Transliteration A: ortygokopikós Transliteration B: ortygokopikos Transliteration C: ortygokopikos Beta Code: o)rtugokopiko/s

English (LSJ)

ὀρτυγοκοπική, ὀρτυγοκοπικόν, skilled in the game of quail-striking, ib.108.

German (Pape)

[Seite 387] ή, όν, zum Wachtelschlagen gehörig, ὀνόματα, Poll. a. a. O.

Greek Monolingual

ὀρτυγοκοπικός, -ή, -όν (Α) ορτυγοκόπος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ορτυγοκοπία ή αυτός που είναι έμπειρος στην ορτυγοκοπία.