ἀριστευτικός
From LSJ
Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down
English (LSJ)
ἀριστευτική, ἀριστευτικόν, of, belonging to valiant deeds, Max.Tyr.29.1, Plu.2.319b.
Spanish (DGE)
-ή, -όν relativo a hechos heroicos Τύχη Plu.2.319b.
German (Pape)
[Seite 352] sich auszeichnend, wacker, tapfer, Sp.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
habitué à l'emporter sur les autres, à se distinguer par de hauts faits.
Étymologie: ἀριστεύω.
Russian (Dvoretsky)
ἀριστευτικός: доблестный, славный (τύχη Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀριστευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀριστεύων, ἢ ὁ ἀνήκων εἰς τὸ ἄριστον, ὁ ἐπιτήδειος δι’ ἔξοχα κατορθώματα, Μάξ. Τύρ. 21. 1, Πλούτ. 2. 319B.
Greek Monolingual
ἀριστευτικός, -ή, -όν (Α) αριστεύω
ο ικανός για έξοχα κατορθώματα.