λιποπτόλεμος
From LSJ
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
English (LSJ)
λιποπτόλεμον, leaving the war, Nonn. D. 35.389.
Greek (Liddell-Scott)
λῐποπτόλεμος: -ον, ὁ ἐγκαταλείπων τὸν πόλεμον, Νόνν. Δ. 35.389.
Greek Monolingual
λιποπτόλεμος, -ον (Α)
αυτός που εγκατέλειψε τον πόλεμο, τη μάχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο)- + πτόλεμος (επικ. τ. του πόλεμος)].
German (Pape)
der den Krieg verlassen, aufgegeben hat, Nonn. D. 35.389.