ἐνθουσία
From LSJ
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
English (LSJ)
ἡ, = ἐνθουσιασμός, Procl.in Alc.p.198C., Hsch., Zonar.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
entusiasmo, inspiración divina τὰ δὲ κινητικὰ πρὸς ἐνθουσίαν οἰκειότατα en cambio los que incitan al movimiento son los más apropiados para producir entusiasmo ref. a instrumentos de mús., Procl.in Alc.198, ἐ.· θεοφορία Zonar.
•éxtasis Hsch.
Greek Monolingual
ἐνθουσία, η (AM)
μσν.
θεοφορία («ἐνθουσία
θεοφορία», Ζωναρ.)
αρχ.-μσν.
1. ενθουσιασμός, έμπνευση
2. κατά τον Ησύχ. «ἔκπληξις».
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός από το ρ. ενθουσιάζω].