θεοφορία
From LSJ
νίψον ἀνομήματα, μὴ μόναν ὄψιν → wash the sins, not only the face | wash my transgressions, not only my face
English (LSJ)
ἡ, = θεοφόρησις, Phld.Mus.p.25K., lamb. Myst.3.5,al.: pl., Phld.Mus.p.49K., Str.12.3.32, 16.2.36:—sg. in poet. form θευφορίη AP6.220.4 (Diosc.).
German (Pape)
[Seite 1199] ἡ, = θεοφόρησις, im plur., Strab. XII, 557, vgl. θευφορίη.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
inspiration divine.
Étymologie: θεόφορος.
Russian (Dvoretsky)
θεοφορία: ион. θευφορίη ἡ Anth. = θεοφόρησις.
Greek (Liddell-Scott)
θεοφορία: ἡ, = θεοφόρησις, ἐν τῷ πληθ., Στράβ. 557, 761· ἑνικ. ἐν τῷ ποιητ. τύπῳ θευφορίη, Ἀνθ. Π. 6. 220.
Greek Monolingual
θεοφορία, ποιητ. τ. θευφορίη, ή (Α) θεοφόρος
η θεοφόρησις.
Greek Monotonic
θεοφορία: Επικ. θευφορίη, ἡ, έμπνευση, σε Ανθ. Π.
Middle Liddell
inspiration, Anth.