ἐνθουσία

From LSJ

Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn

Menander, Monostichoi, 529
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνθουσία Medium diacritics: ἐνθουσία Low diacritics: ενθουσία Capitals: ΕΝΘΟΥΣΙΑ
Transliteration A: enthousía Transliteration B: enthousia Transliteration C: enthousia Beta Code: e)nqousi/a

English (LSJ)

ἡ, = ἐνθουσιασμός, Procl.in Alc.p.198C., Hsch., Zonar.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
entusiasmo, inspiración divina τὰ δὲ κινητικὰ πρὸς ἐνθουσίαν οἰκειότατα en cambio los que incitan al movimiento son los más apropiados para producir entusiasmo ref. a instrumentos de mús., Procl.in Alc.198, ἐ.· θεοφορία Zonar.
éxtasis Hsch.

Greek Monolingual

ἐνθουσία, η (AM)
μσν.
θεοφορίαἐνθουσία
θεοφορία», Ζωναρ.)
αρχ.-μσν.
1. ενθουσιασμός, έμπνευση
2. κατά τον Ησύχ. «ἔκπληξις».
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός από το ρ. ενθουσιάζω].