δορυπαγής
From LSJ
τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant
English (LSJ)
[ῠ], ές, compact of beams, νῆας A.Supp.743 (lyr.):—Ion. δουροπ- Opp.H.1.358.
Spanish (DGE)
(δορῠπᾰγής) -ές
de maderas bien ensambladas νῆες A.Supp.743. Cf. δουροπαγής.
German (Pape)
[Seite 660] ές, aus Balken zusammengefügt; νῆες Aesch. Suppl. 794; vgl. δουροπαγής.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
construit en bois.
Étymologie: δόρυ, πήγνυμι.
Russian (Dvoretsky)
Greek (Liddell-Scott)
δορῠπᾰγής: -ές, συμπεπηγμένος ἐκ δοκῶν, νῆας Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 743, πρβλ. δρυοπαγής· ― Ἰων. δουροπ-, Ὀππ. Ἁλ. 1. 358.
Greek Monolingual
δορυπαγής και δουροπαγής, -ές (Α)
(για πλοίο) που αποτελείται από συναρμοσμένα ξύλα.