ὕραξ

From LSJ
Revision as of 11:36, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τὸ κέρδος ἡγοῦ κέρδος, ἂν δίκαιον ᾖ → Lucrum esse lucrum crede, si iustum est lucrumGewinn sei dir Gewinn, wenn er auf Recht beruht

Menander, Monostichoi, 503
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὕραξ Medium diacritics: ὕραξ Low diacritics: ύραξ Capitals: ΥΡΑΞ
Transliteration A: hýrax Transliteration B: hyrax Transliteration C: yraks Beta Code: u(/rac

English (LSJ)

[ῠ], ᾰκος, ὁ, mouse or shrewmouse, Nic.Al.37. (Cf. Lat. sorex 'shrew'.)

Greek (Liddell-Scott)

ὕραξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, μῦς, ποντικός, Νικ. Ἀλεξιφ. 37. (Πρβλ. Λατ. sorex (shrew)· ἴσως ἐκ τοῦ Σανσκρ. svar (sonare), ὡς ἐκ τῆς κραυγῆς ἣν ἐκβάλλει).

Frisk Etymology German

ὕραξ: -ακος
{húraks}
Grammar: m.
Meaning: Spitzmaus (Nik. Al. 37).
Etymology : Die Ähnlichkeit mit lat. sōrex, -icis m. ib. ist natürlich schon längst beobachtet worden (s. Curtius 354 f.). Nach Don. zu Ter. Eun. 1024 (s. Ernout-Meillet und W.-Hofmann s.v.) wurde das Tier nach seinem Pfeifen benannt, was Anknüpfung an die Sippe von susurrus Summen, Flüstern ermöglicht. Grundformen mithin *sur-ak- bzw. su̯ōr-ak-, u. zw. als alte Ablautformen ? — Zu ὕραξ, mit Bildung wie δέλφαξ, σκύλαξ, ἀσπάλαξ usw., gesellt sich noch ὕρον· σμῆνος. Κρῆτες H., das wie germ., z.B. ahd. swarm Bienenschwarm (aus idg. *su̯or-mo-) auf su̯er-’surren’ in aind. svárati tönen, erschallen zurückgehen kann mit derselben Tiefstufe wie in lat. susurrus, germ., z.B. nhd. surren. Dazu noch ὑρία in ὑριατόμος· ὁ τὰ κηρία τέμνων τῶν μελισσῶν H. (Güntert IF 45, 346, Kretschmer Glotta 18, 238), wohl auch ὑράξ· μίγδην, ἀναμίξ H. (s. auch zu φιλύρα). Weitere Formen m. Lit. bei WP. 2, 527f., Pok. 1049f.
Page 2,973

Wikipedia EN

Southern short-tailed shrew.jpg
Southern short-tailed shrew

Shrews (family Soricidae) are small mole-like mammals classified in the order Eulipotyphla. True shrews are not to be confused with treeshrews, otter shrews, elephant shrews, or the West Indies shrews, which belong to different families or orders.

Although its external appearance is generally that of a long-nosed mouse, a shrew is not a rodent, as mice are. It is, in fact, a much closer relative of hedgehogs and moles, and shrews are related to rodents only to the extent that both belong to the Boreoeutheria magnorder – together with humans, monkeys, cats, dogs, horses, rhinos, cattle, pigs, whales, bats, and others. Shrews have sharp, spike-like teeth, not the familiar gnawing front incisor teeth of rodents.

Wikipedia EL

Η μυγαλή (οικογένεια Σορικίδες) είναι μικρό ασπαλοκόμορφο θηλαστικό ταξινομημένο στην τάξη Μυγαλόμορφα. Οι γνήσιες μυγαλές δεν πρέπει να συγχέονται με τις δενδρομυγαλές ή τις ελεφαντομυγαλές, οι οποίες ανήκουν σε διαφορετικές οικογένειες ή τάξεις.

Μολονότι η εξωτερική της εμφάνιση είναι γενικώς αυτή ενός ποντικιού με μακριά μύτη, η μυγαλή δεν είναι τρωκτικό, όπως είναι τα ποντίκια, και είναι πλέον συγγενική με τους ασπάλακες. Έχουν μυτερά δόντια σαν καρφιά, όχι τους γνωστούς ροκανίζοντες εμπρόσθιους κοπτήρες των τρωκτικών.

Οι μυγαλές είναι κατανεμημένες σχεδόν σε όλο τον κόσμο: από τις μείζονες τροπικές και εύκρατες μάζες γης, μόνο η Νέα Γουινέα, η Αυστραλία, και η Νέα Ζηλανδία δεν έχουν ιθαγενείς μυγαλές· στην Νότια Αμερική, είναι σχετικώς πρόσφατοι μετανάστες και απαντώνται μόνο στις βόρειες Άνδεις. Από την άποψη της ποικιλότητας των ειδών, οι Σορικίδες είναι η τέταρτη πιο επιτυχημένη οικογένεια θηλαστικών, ούσα συναγωνιζόμενη μόνο από τις οικογένειες των μυοειδών τρωκτικών Μυίδες και Κρικητίδες και την οικογένεια νυχτερίδων Βεσπερτιλλιονίδες.

German (Pape)

ακος, ὁ, die Maus, Spitzmaus, sorex, Nic. Al. 37.

Translations

af: skeerbekmuis; an: soricidae; ar: زبابات; ast: soricidae; az: yereşənlər fəsiləsi; bat_smg: kerstelis; ba: ертишкестәр; be: землярыйкавыя; bg: земеровкови; bjn: mariangin; br: sorikideged; ca: musaranyes; ceb: minyak; cs: rejskovití; cv: пĕчĕк каюра йышшисем; da: spidsmus; de: Spitzmäuse; el: μυγαλή; en: shrew; eo: soriko; es: soricidae; et: karihiirlased; eu: soricidae; fa: حشره‌خوار; fi: päästäiset; frr: spasmüsen; fr: soricidae; ga: dallóg fhraoigh; gl: sorícidos; he: חדפיים; hr: rovke; hu: cickányfélék; hy: գետնափորներ; id: celurut; io: musareno; it: soricidae; ja: トガリネズミ科; jv: curut; ka: ბიგასებრნი; kg: mununzi; kk: жертесерлер; kn: ಮೂಗಿಲಿ; ko: 땃쥐류; ky: жер чукуурлар; la: soricidae; lfn: musarania; li: sjpitsmuus; lt: kirstukiniai; lv: ciršļu dzimta; mk: ровчици; ml: നച്ചെലി; mrj: цымыни; mt: sorċid; myv: кутора; ne: छुचुन्द्रो; nl: spitsmuizen; nn: spissmus; no: spissmusfamilien; nrm: mustchinne; nv: chį́į́shnézí; os: зæхкъах; pl: ryjówkowate; pnb: چکوندر; pt: soricidae; qu: k'awchisuyt'u; rm: misarogns; ro: soricide; ru: землеройковые; sah: күүдээхтэр кэргэннэрэ; sco: screw; sh: rovke; simple: shrew; si: හික්මීයෝ; sr: ровчице; sv: näbbmöss; sw: kirukanjia; ta: மூஞ்சூறு; th: หนูผี; tl: soricidae; tr: sivri faregiller; tt: җир тычканнары; uk: мідицеві; uz: yer qazirlar; vi: họ chuột chù; vls: tope; war: soricidae; wuu: 鼩鼱科; zh_yue: 鼩鼱; zh: 鼩鼱科; zu: ungoso