ναρθηκία
From LSJ
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
English (LSJ)
ἡ, a plant allied to νάρθηξ, Thphr. HP 6.1.4, 6.2.7.
German (Pape)
[Seite 229] ἡ, eine niedrige Art der Pflanze νάρθηξ, ferulago, Plin. 13, 22.
Greek (Liddell-Scott)
ναρθηκία: ἡ, μικρὸν καὶ χαμηλὸν εἶδος νάρθηκος, ferulago, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 2, 7.
Greek Monolingual
η (ΑΜ ναρθηκία) νάρθηξ
είδος φυτού συγγενούς με τον νάρθηκα το οποίο κατά την αρχαιότητα χρησιμοποιούνταν στην ιατρική για ακινητοποίηση μελών που υπέστησαν θλάση.