εὐκράδαντος

From LSJ
Revision as of 11:39, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich

Menander, Monostichoi, 472
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐκράδαντος Medium diacritics: εὐκράδαντος Low diacritics: ευκράδαντος Capitals: ΕΥΚΡΑΔΑΝΤΟΣ
Transliteration A: eukrádantos Transliteration B: eukradantos Transliteration C: efkradantos Beta Code: eu)kra/dantos

English (LSJ)

[κρᾰ], ον, (κρᾰδαίνω) well-poised, Glossaria on ῥαδαλός, EM701.53.

German (Pape)

[Seite 1076] wohl geschwungen, E. M.

Greek (Liddell-Scott)

εὐκράδαντος: -ον, (κρᾰδαίνω) ὁ εὐκόλως κραδαινόμενος, σειόμενος, εὔσειστος, «ῥαδαλὸν δὲ ἀκουστέον τὸ εὐκράδαντον» Ἐτυμ. Μ. 701. 53.

Greek Monolingual

εὐκράδαντος, -ον (Α)
αυτός που κραδαίνεται, σείεται ή κλονίζεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κραδαντος (< κραδαίνω), πρβλ. ακράδαντος].