ἀνδροσφαγεῖον
From LSJ
English (LSJ)
τό, slaughterhouse of men, A.Ag.1092 (Dobree, for ἀνδρὸς σφαγεῖον).
Spanish (DGE)
(ἀνδροσφᾰγεῖον) -ου, τό matadero de hombres A.A.1092.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
endroit où l'on égorge des hommes.
Étymologie: ἀνήρ, σφάζω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδροσφαγεῖον: τό, μέρος ἔνθα σφάζονται ἄνδρες, ἐκ διορθώσεως τοῦ Dobree ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1092 ἀντὶ ἀνδρὸς σφαγεῖον.
Greek Monotonic
ἀνδροσφᾰγεῖον: τό (ἀνήρ, σφάζω), μέρος όπου σφάζονται άνδρες, σε Αισχύλ.