ζωογονητικός

From LSJ
Revision as of 11:39, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Quibus enim nihil est in ipsis opis ad bene beateque vivendum → Every age is burdensome to those who have no means of living well and happily

Cicero, de Senectute
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζωογονητικός Medium diacritics: ζωογονητικός Low diacritics: ζωογονητικός Capitals: ΖΩΟΓΟΝΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: zōogonētikós Transliteration B: zōogonētikos Transliteration C: zoogonitikos Beta Code: zwogonhtiko/s

English (LSJ)

ζωογονητική, ζωογονητικόν, capable of generation, ib.49; σύλληψις Aët.1.142.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ζωογονητικός, -ή, -όν) ζωογονώ
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ζωογόνηση, ζωογόνος, αναζωογονητικός, τονωτικός, εμψυχωτικός, αναπτερωτικός. Επιρρ. ζωογονητικώς
με τρόπο ζωογόνο, με ζωογόνηση, εμψυχωτικά, αναπτερωτικά.