ζωογονητικός

From LSJ

μάλα δ' ὦκα θύρηθ' ἔα ἀμφὶς ἐκείνων → very soon I was out, away from them | very soon was out of the water, and away from them

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζωογονητικός Medium diacritics: ζωογονητικός Low diacritics: ζωογονητικός Capitals: ΖΩΟΓΟΝΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: zōogonētikós Transliteration B: zōogonētikos Transliteration C: zoogonitikos Beta Code: zwogonhtiko/s

English (LSJ)

ζωογονητική, ζωογονητικόν, capable of generation, ib.49; σύλληψις Aët.1.142.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ζωογονητικός, -ή, -όν) ζωογονώ
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ζωογόνηση, ζωογόνος, αναζωογονητικός, τονωτικός, εμψυχωτικός, αναπτερωτικός. Επιρρ. ζωογονητικώς
με τρόπο ζωογόνο, με ζωογόνηση, εμψυχωτικά, αναπτερωτικά.