θρήσκευμα
From LSJ
λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man
English (LSJ)
-ατος, τό, religious worship, IG22.1099.29 (Plotina), Just.Nov.103.2 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1218] τό, Gottesdienst, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
θρήσκευμα: τό, θρησκευτική λατρεία, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
το (ΑΜ θρήσκευμα) θρησκεύω
θρησκευτικό σύστημα, θρησκευτικό δόγμα, σύνολο δοξασιών και τύπων μιας θρησκείας
αρχ.
η θρησκευτική λατρεία.