συνεπιβλέπω

From LSJ
Revision as of 11:40, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπιβλέπω Medium diacritics: συνεπιβλέπω Low diacritics: συνεπιβλέπω Capitals: ΣΥΝΕΠΙΒΛΕΠΩ
Transliteration A: synepiblépō Transliteration B: synepiblepō Transliteration C: synepivlepo Beta Code: sunepible/pw

English (LSJ)

regard at the same time, Antip.Stoic.3.256; consider as well, Gal.9.498.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπιβλέπω: ἐπιβλέπω συγχρόνως ἢ ὁμοῦ συμπαρατηρῶ, Ἀντίπατρ. παρὰ Στοβ. 418. 27, Γαλην. τ. 8, σ. 320.

Greek Monolingual

ΝΜA
επιβλέπω κάτι συγχρόνως με άλλον
αρχ.
1. παρατηρώ κάτι συγχρόνως με κάποιον
2. μελετώ, εξετάζω επιπροσθέτως («ἐπιδεικνύντος μου σφαλλομένους τοὺς ἄνευ τοῦ συνεπιβλέπειν τὸ μέγεθος... ἀποφαινομένους τι», Γαλ.).