βραδύκαρπος
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
βραδύκαρπον, late-fruiting, Thphr. CP 5.17.6.
Spanish (DGE)
-ον de fruto tardío Thphr.CP 5.17.6.
German (Pape)
[Seite 461] langsam, spät Früchte bringend, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
βρᾰδύκαρπος: -ον, ὀψίκαρπος, ἀργὰ καρποφορῶν, Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 5. 17, 6.
Greek Monolingual
βραδύκαρπος, -ον (Α)
(για φυτά) αυτός που αργεί να ωριμάσει τους καρπούς του.