ἀνελκτός

From LSJ
Revision as of 11:41, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνελκτός Medium diacritics: ἀνελκτός Low diacritics: ανελκτός Capitals: ΑΝΕΛΚΤΟΣ
Transliteration A: anelktós Transliteration B: anelktos Transliteration C: anelktos Beta Code: a)nelkto/s

English (LSJ)

ἀνελκτόν, up-drawn, ἀ. ὀφρύσι, Prob. of Pericles, Cratin.355.

Spanish (DGE)

-όν elevado, levantado ὀφρύες Cratin.355.

German (Pape)

[Seite 222] in die Höhe gezogen, ἀνελκταῖς ὀφρύσι σεμνόν Cratin. B. A. 3.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνελκτός: -όν, ὁ πρὸς τὰ ἄνω ἀνασεσυρμένος, ἀνελκταῖς ὀφρύσι σεμνόν, πιθαν. περὶ τοῦ Περικλέους, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλοις 123 (Α. Β. 3).

Greek Monolingual

ἄνελκτος, -ον (Α)
(για υλικά σώματα) εκείνος που δεν μπορεί να εκταθεί με έλξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + ελκτός («αυτός που μπορεί να ελκυστεί») < έλκω].

Greek Monolingual

ἀνελκτός, -ή, -όν (Α)
1. ο ανασηκωμένος προς τα πάνω
2. «ἀνελκταῖς ὀφρῡσιν» — με τα φρύδια υπερήφανα ανασηκωμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + ελκτός < έλκω].