ὀρχησμός
From LSJ
ἐπιπόλαια γὰρ λέγομεν τὰ παντὶ δῆλα → by superficial we mean those that are obvious to all
English (LSJ)
ὁ, = ὀρχηθμός, in plural, A.Eu.375 (lyr.), Panyas.14.3, AP6.33 (Maec.).
German (Pape)
[Seite 390] ὁ, att. = ὀρχηθμός, das Tanzen; ποδὸς ὀρχησμοί, Aesch. Eum. 354; Panyasis bei Ath. II, 37 b; sp. D.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
att. c. ὀρχηθμός.
Russian (Dvoretsky)
ὀρχησμός: ὁ атт. = ὀρχηθμός.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρχησμός: ὁ, Ἀττ. ἀντὶ ὀρχηθμός.
Greek Monolingual
ὀρχησμός, ὁ (Α) ορχούμαι
χορός, όρχηση.
Greek Monotonic
ὀρχησμός: ὁ, = ὀρχηθμός, σε Αισχύλ.