σύγκοσμος
From LSJ
ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.
English (LSJ)
ὁ, fellow-κόσμος, at Praesus, SIG524.3 (iii B.C.), Historia5.226.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(στην Πραίσο της Κρήτης) αυτός που έχει μαζί με κάποιον άλλο το αξίωμα του διοικητή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -κόσμος (< κόσμος «ένας από τους δέκα ανώτατους άρχοντες τών δωρικών πολιτευμάτων στην Κρήτη»)].