πτιστικός

From LSJ
Revision as of 11:41, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ (μήποτε ξένος γένῃ) → Bene hospiti fac: tu quoque hospes fors eris → Bewirte Gäste, denn auch du bist einmal Gast

Menander, Monostichoi, 400
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτιστικός Medium diacritics: πτιστικός Low diacritics: πτιστικός Capitals: ΠΤΙΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: ptistikós Transliteration B: ptistikos Transliteration C: ptistikos Beta Code: ptistiko/s

English (LSJ)

πτιστική, πτιστικόν, fitted for winnowing, πτιστικὸν τερετίζειν Phryn.Com.14.

German (Pape)

[Seite 810] zum Enthülsen od. Stampfen u. Schroten des Getreides gehörig, μέλος, ein dabei gesungenes Lied, Phryn. com. bei Poll. 4, 55.

Greek (Liddell-Scott)

πτιστικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς τὸ πτίσσειν, αὔλημα ἐπὶ τῇ πτίσει κριθῆς, ἐγὼ δὲ νῷν τεριτιῶ τι πτιστικὸν (πρβλ. πτισμός), Φρύν. Κων. ἐν «Κωμασταῖς» 2.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α πτίσσω
φρ. «πτιστικὸν ᾆσμα» — τραγούδι που έλεγαν την ώρα που ξεφλούδιζαν δημητριακά.