σπυριδόν
From LSJ
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
Adv. in the form of a σπυρίς, γράφειν Sch.D.T.p.190 H.; cf. σπειρηδόν.
German (Pape)
[Seite 926] adv., nach Art od. von der Gestalt einer σπυρίς, B. A. 783. 786.
Greek (Liddell-Scott)
σπῠρῐδόν: Ἐπίρρ., κατὰ τρόπον σπυρίδος, Α. Β. 783˙ -ἑτέρα γραφὴ σπυρηδόν.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. με σχήμα σπυρίδος, καλαθιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπυρίς, -ίδος «καλάθι» + επιρρμ. κατάλ. -δόν (πρβλ. αναφανδόν)].